- πινέζα
- raptiye
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πινέζα — η, Ν μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι και λεπτό και κοντό στέλεχος που χρησιμοποιείται κυρίως για τη στερέωση φύλλων χαρτιού ή πλαστικού πάνω σε σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. punaise «κοριός»] … Dictionary of Greek
πινέζα — η (λ. γαλλ.), πλατυκέφαλο μικρό καρφί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)